αβράκωτος

αβράκωτος
-η, -ο [βρακώνω]
1. ο δίχως βρακί, ξεβράκωτος
2. πάμπτωχος, θεόφτωχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αβράκωτος — η, ο αυτός που δε φορεί βρακί, ο πολύ φτωχός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • ξεβράκωτος — η, ο 1. αυτός που δε φορεί βρακί, αβράκωτος: Μην αφήνεις το μωρό ξεβράκωτο. 2. μτφ., αυτός που δεν έχει περιουσία, φτωχός: Την πήρε ξεβράκωτη. 3. κουρελής, ρακένδυτος: Περπατεί ξεβράκωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”